- ιαματικότητα
- şifalı, tedavi edicilik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ιαματικότητα — η θεραπευτική δύναμη, θεραπευτική ιδιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)